- κοίλωμα
- το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ]1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου»)2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμανεοελλ.(εμβρυολ. -ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ στρωμάτων τού μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα τού εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνωναρχ.1. είδος δεξαμενής στην οποία χυνόταν το νερό που πλεόναζε από ποταμό2. κοίτη χειμάρρου3. η ανόρυξη, η ανασκαφή4. (στον κερατοειδή χιτώνα τού οφθαλμού) έλκος, τραύμα, πληγή5. αστρολ. η απόκλιση αστέρα, το ταπείνωμα*6. μτφ. το τρωτό σημείο.
Dictionary of Greek. 2013.